Κροκόδειλος(ο) ουσ.{αρχ.κροκοδειλος} μεγάλο σαρκοβόρο ερπετό των θερμών χωρών
Μεταφορικώς το λαμόγιο ,ο απατεώνας που τα έχει καταφέρει με δόλιο τρόπο
π.χ έχει δαγκώσει πολύ κόσμο αυτός ο κροκόδειλος.
Thursday, January 4, 2007
MARIETΤA
Ω αγλάισμα των ακριβών μόδιστρων, ω μούσα των ποιητών,ω θεά του ηπειρώτικου rave ευλαβικά κλίνω το γόνυ εγώ ο ταπεινός...
No comments:
Post a Comment