Κροκόδειλος(ο) ουσ.{αρχ.κροκοδειλος} μεγάλο σαρκοβόρο ερπετό των θερμών χωρών Μεταφορικώς το λαμόγιο ,ο απατεώνας που τα έχει καταφέρει με δόλιο τρόπο π.χ έχει δαγκώσει πολύ κόσμο αυτός ο κροκόδειλος.
Post a Comment
No comments:
Post a Comment